ἀγκαλίδη

ἀγκαλίδη
ἀγκαλίδη, ,
A = ἀγκαλίς, ἐν ἀγκαλίδῃσι γυναικός Stud.Pont.3.6 ([place name] Amisus).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγκαλίδα — ἀγκάλη bent arm fem acc sg ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc/acc dual ἀγκαλίδᾱ , ἀγκαλίδη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκαλίδας — ἀγκάλη bent arm fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem acc pl ἀγκαλίδᾱς , ἀγκαλίδη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκαλιδηφόρος — ἀγκαλιδηφόρος, ον (AM) (για ανθρώπους) αυτός που μεταφέρει δεμάτια (πρβλ. για ζώα, ἀγκαλιδαγωγός*). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκαλίδη, παράλληλος τύπος τής λ. ἀγκαλίς + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”